- σάρκωμα
- (Ιατρ.). Κακοήθης νεοπλασία, που αναπτύσσεται από το συνδετικό ιστό με μεγάλη τάση διήθησης και του οποίου η μεταστατική εξάπλωση γίνεται κυρίως δια της αιματικής οδού. Επειδή ο συνδετικός ιστός απλώνεται σε ολόκληρο τον οργανισμό, τα σ. μπορεί να εμφανιστούν σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος. Διακρίνονται ανάλογα με τη θέση τους και τη διαφοροποιητική δραστηριότητα των νεο-πλασματικών κυττάρων: περιγράφονται δηλαδή δικτυοσαρκώματα, ινο-, οστεο-, λιπο-, λεμ-φοσαρκώματα κ.ά. Αυτά είναι διαφοροποιημένα σ. γιατί τα νεοπλασματικά κύτταρα διατηρούν, αν και αλλοιωμένες, δομή και δραστηριότητα παρόμοιες με των φυσιολογικών κυττάρων· υπάρχουν όμως και αδιαφοροποίητα σ., τα κύτταρα των οποίων δεν υπενθυμίζουν κανένα φυσιολογικό ιστό.
* * *το, ΝΜΑ [σαρκῶ]σαρκώδες βλάστημα, ιδίως στην μύτηνεοελλ.1. ιατρ. κακοήθης όγκος που προέρχεται από τον εμβρυϊκό συνδετικό ιστό, από το μεσέγχυμα2. φρ. «σάρκωμα τού Στίκερ»(κτην.) νόσος τών σκύλων η οποία χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση πολυποειδών όγκων στον βλεννογόνο τών γεννητικών οργάνων3. στον πληθ. τα σαρκώματα(στην ζωγραφική) τα γυμνά μέρη τού σώματος.
Dictionary of Greek. 2013.